- ῥυπαράς
- ῥυπαρά̱ς , ῥυπαρόςfilthyfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥυπαρᾶς — ῥυπαρός filthy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
ԱՂՏԵՂԱՀԱՆԴԵՐՁ — ( ) NBH 1 0044 Chronological Sequence: 11c ա.մ. Աղտեղի հանդերձիւ. որպէս եւ դնի ʼի յն. μετὰ ῤυπαρᾶς ἑσθῆτος sordida veste աղտոտ լաթով. *Ոչ աղտեղահանդերձ մտանել ʼի սեղան այսր. Ոսկ. յհ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)